ασκητήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασκητήριο < (ελληνιστική κοινή) ἀσκητήριον (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ermitage)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασκητήριο ουδέτερο
- (θρησκεία) το ενδιαίτημα ενός ασκητή
- (μεταφορικά) (σχετικά) απομονωμένος χώρος, στον οποίο μπορεί κάποιος να απομονωθεί