ασκηταριό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασκηταριό ουδέτερο
- (θρησκεία) (λαϊκότροπο) ενδιαίτημα ενός ασκητή
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ασκητήριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασκηταριό
|
ασκηταριό ουδέτερο
|