ακτινοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαακτινοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική): συσκευή - μηχανή εκπομπής ραδιενεργών ακτίνων με την οποία επιχειρείται ακτινοσκόπηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακτινοσκόπιο
|