ακρόλιθο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακρόλιθο < ελληνιστικό ἀκρόλιθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακρόλιθο ουδέτερο και ακρόλιθος
- άγαλμα από ξύλο, με άκρα και κεφαλή από πέτρα, μάρμαρο, ελεφαντόδοντο ή άλλο ακριβότερο υλικό
ακρόλιθο ουδέτερο και ακρόλιθος