αλκάλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλκάλιο | τα | αλκάλια |
γενική | του | αλκαλίου & αλκάλιου |
των | αλκαλίων |
αιτιατική | το | αλκάλιο | τα | αλκάλια |
κλητική | αλκάλιο | αλκάλια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλκάλιο ουδέτερο
- (χημεία) καθένα από τα στοιχεία λίθιο (Li), νάτριο (Na), κάλιο (K), ρουβίδιο (Rb), καίσιο (Cs) και φράγκιο (Fr) που ανήκουν στην πρώτη ομάδα του περιοδικού πίνακα
- χημική διαλυτή βάση, ή ένα διάλυμα βάσης.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αλκάλια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αλκάλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας