Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλκάλιο τα αλκάλια
      γενική του αλκαλίου
αλκάλιου
των αλκαλίων
    αιτιατική το αλκάλιο τα αλκάλια
     κλητική αλκάλιο αλκάλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλκάλιο < (άμεσο δάνειο) γαλλική alcali [1] < αραβική القلي (al-qaly, "τέφρα φυτού")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλκάλιο ουδέτερο

  1. (χημεία) καθένα από τα στοιχεία λίθιο (Li), νάτριο (Na), κάλιο (K), ρουβίδιο (Rb), καίσιο (Cs) και φράγκιο (Fr) που ανήκουν στην πρώτη ομάδα του περιοδικού πίνακα
  2. χημική διαλυτή βάση, ή ένα διάλυμα βάσης.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία