αλκαλικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλκαλικότητα < αλκαλικ(ός) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική alcalicité [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /al.ka.liˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐κα‐λι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλκαλικότητα θηλυκό
- (χημεία, βιοχημεία) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αλκαλικού
- (χημεία) η ποσότητα αλκαλίου ή βάσης σ' ένα διάλυμα, που συχνά εκφράζεται σε pH
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλκαλικότητα
|
επεξεργασία
- ↑ αλκαλικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.