alkalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkalo | alkaloj |
αιτιατική | alkalon | alkalojn |
alkalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alkalo | alkaloj |
αιτιατική | alkalon | alkalojn |
alkalo (eo)