↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχειοφυλάκιο τα αρχειοφυλάκια
      γενική του αρχειοφυλακίου
αρχειοφυλάκιου
των αρχειοφυλακίων
    αιτιατική το αρχειοφυλάκιο τα αρχειοφυλάκια
     κλητική αρχειοφυλάκιο αρχειοφυλάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχειοφυλάκιο < αρχειοφύλακας + -ιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχειοφυλάκιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία