↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυροσκόπιο τα γυροσκόπια
      γενική του γυροσκοπίου
γυροσκόπιου
των γυροσκοπίων
    αιτιατική το γυροσκόπιο τα γυροσκόπια
     κλητική γυροσκόπιο γυροσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γυροσκόπιο < αρχαία ελληνική γῦρ(ος) + -ο- + -σκόπιο, (αντιδάνειο) γαλλική gyroscope [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυροσκόπιο ουδέτερο

  • (φυσική, τεχνολογία συσκευή αληθούς προσανατολισμού μέσω των ελεύθερα περιστρεφόμενων μερών της

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία