δερματοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δερματοσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) ειδική συσκευή με την οποία επιχειρείται η δερματοσκόπηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
δερματοσκόπιο
|
δερματοσκόπιο ουδέτερο
|