αλευροπάζαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευροπάζαρο ουδέτερο, πληθυντικός αλευροπάζαρα
- (λαϊκότροπο): χώρος που γίνεται εμπόριο αλεύρων, αλευραγορά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευροπάζαρο
|
αλευροπάζαρο ουδέτερο, πληθυντικός αλευροπάζαρα
|