• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αλευροπάζαρο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροπάζαρο τα αλευροπάζαρα
      γενική του αλευροπαζάρου των αλευροπαζάρων
    αιτιατική το αλευροπάζαρο τα αλευροπάζαρα
     κλητική αλευροπάζαρο αλευροπάζαρα
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αλευροπάζαρο < αλεύρ(ι) + -ο- + παζάρ(ι) + -ο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αλευροπάζαρο ουδέτερο, πληθυντικός αλευροπάζαρα

  • (λαϊκότροπο): χώρος που γίνεται εμπόριο αλεύρων, αλευραγορά

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αλευροπάζαρο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλευροπάζαρο&oldid=4054656"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Ιουλίου 2019, στις 07:59

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Ιουλίου 2019, στις 07:59.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie