ανθιβόλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθιβόλιο < μεσαιωνική ελληνική ἀνθιβόλιον[1] [2] / ἀντιβόλαιον / ἀθηβόλαιον / ἀντιβόλιν / ἀντίβολιν / ἀθιβόλιν < ελληνιστική κοινή ἀντίβολον[3] < αρχαία ελληνική ἀντιβάλλω < βάλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθιβόλιο ουδέτερο
- (αγιογραφία, ζωγραφική) υπόδειγμα εικόνας που χρησιμοποιόταν για να την αντιγράψουν ή να την αναπαράγουν κάπου αλλού
Ταυτόσημο επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανθίβολα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ἀντιβόλαιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ ἀντίβολον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.