Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντισχέδιο τα αντισχέδια
      γενική του αντισχεδίου
αντισχέδιου
των αντισχεδίων
    αιτιατική το αντισχέδιο τα αντισχέδια
     κλητική αντισχέδιο αντισχέδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντισχέδιο < αντι- + σχέδιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική counterplan)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντισχέδιο ουδέτερο

  • (λόγιο) σχέδιο με το οποίο εκφράζουμε την αντίθεσή μας σε άλλο σχέδιο ή προσπαθούμε να μετριάσουμε / εξουδετερώσουμε τις συνέπειες ενός άλλου σχεδίου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία