αντιδραστήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιδραστήριο < (καθαρεύουσα) αντιδραστήριον < αντιδρώ + -τήριον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réactif)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιδραστήριο ουδέτερο
- (χημεία) γνωστή χημική ένωση ή ουσία που προστίθεται σ’ ένα σύστημα, προκειμένου να ελεγχθεί, να μελετηθεί ή να ταυτοποιηθεί με την χημική αντίδραση που θα προκληθεί άλλη (ή άλλες) άγνωστη χημική ουσία
- χημικές ενώσεις αποθηκευμένες σε μπουκάλι