γεωτεμάχιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.o.teˈma.çi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐τε‐μά‐χι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεωτεμάχιο ουδέτερο
- (επίσημο) τμήμα γης με ή χωρίς κτίσματα στο οποίο ασκούνται εμπράγματα δικαιώματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεωτεμάχιο
|
Πηγές
επεξεργασία- γεωτεμάχιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)