σύμμικτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύμμικτος < αρχαία ελληνική σύμμεικτος / σύμμικτος < σύν + μεικτός / μικτός < μείγνυμι
Επίθετο
επεξεργασίασύμμικτος, -η, -ο
- (λόγιο) άλλη μορφή του σύμμεικτος
- (ουσιαστικοποιημένο) σύμμικτα: συλλογή μελετών με ποικίλο περιεχόμενο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σύμμικτος
|
Πηγές
επεξεργασία- σύμμικτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σύμμικτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)