↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύμμικτος η σύμμικτη το σύμμικτο
      γενική του σύμμικτου της σύμμικτης του σύμμικτου
    αιτιατική τον σύμμικτο τη σύμμικτη το σύμμικτο
     κλητική σύμμικτε σύμμικτη σύμμικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύμμικτοι οι σύμμικτες τα σύμμικτα
      γενική των σύμμικτων των σύμμικτων των σύμμικτων
    αιτιατική τους σύμμικτους τις σύμμικτες τα σύμμικτα
     κλητική σύμμικτοι σύμμικτες σύμμικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμμικτος < αρχαία ελληνική σύμμεικτος / σύμμικτος < σύν + μεικτός / μικτός < μείγνυμι

  Επίθετο

επεξεργασία

σύμμικτος, -η, -ο

  1. (λόγιο) άλλη μορφή του σύμμεικτος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) σύμμικτα: συλλογή μελετών με ποικίλο περιεχόμενο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σύμμικτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • σύμμικτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)