σύμμειγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σύμμειγμα < (συν) σύμ- + μείγμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύμμειγμα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) συνώνυμο του συμφυρμός
- ⮡ οι λέξεις δυφίο, πετροδολλάριο είναι συμμείγματα
- ※ σύμμειγμα: όρος που σχηματίζεται με σύντμηση και συνδυασμό δύο χωριστών όρων (Κ. Βαλεοντής, Βασικές έννοιες και αρχές της Ορολογίας, 2019, Αθήνα, σελ. 92 [1])
- συνδυασμός, μίγμα
- ※ Πρόκειται για έργα που δημιουργήθηκαν ως σύμμειγμα καλλιτεχνικών διενέξεων ανάμεσα σε δασκάλους παλαιότερης γενιάς αλλά και νέους δημιουργούς που εκφράζονται με έργα νέων εικαστικών μέσων (Δημοτική Πινακοθήκη Μαλεβιζίου, «GENERATIONS 1960-2019», Έκθεση σύγχρονης Τέχνης, Δήμος Μαλεβιζίου [2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύμμειγμα
|