ανακάτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακάτωμα < ανακατώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανακάτωμα ουδέτερο (& ανακάτεμα < ανακατεύω & ανακάτωση & ανακάτεψη)
- ανάμιξη γιά σκόπιμη σύγχυση, ώστε κάτι να μην είναι σε προβλέψιμη θέση
- Τέτοιο ανακάτωμα σε τράπουλα μόνο γκρουπιέρη και χαρτοκλέφτη έχω δει να κάνουν. Ξέρω ότι δεν είσαι γκρουπιέρης.
- ανάμιξη ξένων στοιχείων
- Χρειάζεται γερό ανακάτωμα για να διαλυθεί καλά η μπογιά μέσα στο νερό προτού βάψουμε
- ανάδευση, η κίνηση που κάνουμε με την κουτάλα όταν μαγειρεύουμε ένα φαγητό για να αναμιχθούν καλύτερα τα τρόφιμα μέσα στην κατσαρόλα
- Βαριέμαι το ανακάτωμα, αλλά αν δεν το κάνω οι άτιμες οι χυλοπίτες πάντα κολλάνε στον πάτο
- μπέρδεμα, συμφυρμός
- Τα έχω κάνει τώρα όλα σαλάτα στο μυαλό μου. Πω ρε ανακάτωμα! Ας το ξανακοιτάξω αύριο
- η τάση για εμετό, η ναυτία, η ανάγκη κένωσης του στομάχου, η αναγούλα
- Νιώθω ένα ανακάτωμα. Τι στην ευχή έβαλες στο φαγητό ρε γυναίκα;
- η οργανική ή συναισθηματική απέχθεια, η αηδία, η σιχαμάρα
- Οταν βλέπω να καθαρίζουν τη μύτη τους στο δρόμο μου έρχεται ανακάτωμα
- η παρέμβαση σε ξένες υποθέσεις και η πρόκληση δυσάρεστων συνεπειών
- Αμα κοίταζες τη δουλειά σου και όχι τα σούρτα-φέρτα της κουνιάδας σου δεν θα είχαμε τώρα ανακατώματα.