Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χυλοπίτα οι χυλοπίτες
      γενική της χυλοπίτας των (χυλοπιτών)
    αιτιατική τη χυλοπίτα τις χυλοπίτες
     κλητική χυλοπίτα χυλοπίτες
Συγκρίνετε με την κλίση χυλόπιτα.
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κοτόπουλο με χυλοπίτες

  Ετυμολογία επεξεργασία

χυλοπίτα < χυλ(ός) + -ο- + πίτα.[1] Δείτε και τη μεσαιωνική χυλόπιτα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.loˈpi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χυ‐λο‐πί‐τα
τονικό παρώνυμο: χυλόπιτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χυλοπίτα θηλυκό

  • (γαστρονομία) είδος ζυμαρικού σε σχήμα μικρών τετραγώνων (συνήθως στον πληθυντικό)

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία