χυλόπιτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χυλόπιτα | οι | χυλόπιτες |
γενική | της | χυλόπιτας | των | (χυλόπιτων) |
αιτιατική | τη | χυλόπιτα | τις | χυλόπιτες |
κλητική | χυλόπιτα | χυλόπιτες | ||
Συγκρίνετε με την κλίση του χυλοπίτα | ||||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χυλόπιτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χυλόπιτα (για το φαγητό). Μορφολογικά αναλύεται σε χυλ(ός) + -ό- + -πιτα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çiˈlo.pi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χυ‐λό‐πι‐τα
- τονικό παρώνυμο: χυλοπίτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχυλόπιτα θηλυκό
- (μεταφορικά) ερωτική απόρριψη (συνήθως στον ενικό)
Εκφράσεις
επεξεργασία- έφαγε χυλόπιτα
- έριξε χυλόπιτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χυλόπιτα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χυλόπιτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας