↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυκεώνας οι κυκεώνες
      γενική του κυκεώνα των κυκεώνων
    αιτιατική τον κυκεώνα τους κυκεώνες
     κλητική κυκεώνα κυκεώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυκεώνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυκεών (ανακάτεμα)[1] < αρχαία ελληνική κυκεών

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.ceˈo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐κε‐ώ‐νας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυκεώνας αρσενικό

  1. συνονθύλευμα ανόμοιων πραγμάτων, που δύσκολα οργανώνονται σε σύνολο
  2. πολύ περίπλοκη και μπερδεμένη κατάσταση
  3. αρχαίο ποτό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία