κυκεώνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κυκεώνας | οι | κυκεώνες |
γενική | του | κυκεώνα | των | κυκεώνων |
αιτιατική | τον | κυκεώνα | τους | κυκεώνες |
κλητική | κυκεώνα | κυκεώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυκεώνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυκεών (ανακάτεμα)[1] < αρχαία ελληνική κυκεών
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ceˈo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κε‐ώ‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυκεώνας αρσενικό
- συνονθύλευμα ανόμοιων πραγμάτων, που δύσκολα οργανώνονται σε σύνολο
- πολύ περίπλοκη και μπερδεμένη κατάσταση
- αρχαίο ποτό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κυκεώνας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κυκεώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας