fouillis
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fouillis | fouillis |
Ουσιαστικό επεξεργασία
fouillis (fr) αρσενικό
- η ανακατωσούρα, η ακαταστασία, το συνονθύλευμα
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη pagaille
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fouillis | fouillis |
fouillis (fr) αρσενικό