κυκεών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κυκεών | οἱ | κυκεῶνες |
γενική | τοῦ | κυκεῶνος | τῶν | κυκεώνων |
δοτική | τῷ | κυκεῶνῐ | τοῖς | κυκεῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | κυκεῶνᾰ | τοὺς | κυκεῶνᾰς |
κλητική ὦ! | κυκεών | κυκεῶνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυκεῶνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κυκεώνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυκεών < θέμα που συναντάμε και στο κυκάω (αναμειγνύω, ανακατώνω) και το κυρκανάω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακῠκεών, -ῶνος αρσενικό
- (γαστρονομία) ζωμός, μίγμα μαύρου κρασιού, κατσικίσιου τυριού, κριθαράλευρου και μελιού
- (ελληνιστική σημασία) ανάμιξη, ανακάτωμα (και στην καθαρεύουσα)
Πηγές
επεξεργασία- κυκεών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυκεών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.