καταγοήτευση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταγοήτευση < καταγοητεύω + -ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καταγοήτευση θηλυκό
- (σπάνιο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταγοητεύω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καταγοήτευση