Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταγοητεύω < κατα- + γοητεύω

  Ρήμα επεξεργασία

καταγοητεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία