καταγοητεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταγοητεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταγοητεύω
- θα καταγοητεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταγοητεύω
καταγοητεύσεις