σαγήνευση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σαγήνευση < (καθαρεύουσα) σαγήνευσις < σαγηνεύω -σις / -ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σαγήνευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαγηνεύω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σαγήνευση