adopto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adopto | adoptoj |
αιτιατική | adopton | adoptojn |
adopto (eo)
- η υιοθεσία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adopto | adoptoj |
αιτιατική | adopton | adoptojn |
adopto (eo)