κατόπτευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατόπτευση | οι | κατοπτεύσεις |
γενική | της | κατόπτευσης* | των | κατοπτεύσεων |
αιτιατική | την | κατόπτευση | τις | κατοπτεύσεις |
κλητική | κατόπτευση | κατοπτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατοπτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατόπτευση < ελληνιστική κοινή κατόπτευσις < αρχαία ελληνική κατοπτεύω < κατά + ὀπτεύω < ὀπτός < ὁράω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατόπτευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατοπτεύω
- ανίχνευση
- προσεκτική παρατήρηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατόπτευση
|