κατοπτεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατοπτεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοπτεύω (εξετάζω, κατασκοπεύω) < κατά (κατ-) + ὀπτεύω < ὀπτός < ὁράω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.toˈpte.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐το‐πτεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακατοπτεύω, αόρ.: κατόπτευσα, παθ.φωνή: κατοπτεύομαι, π.αόρ.: κατοπτεύθηκα, μτχ.π.π.: κατοπτευμένος[1] (σπάνιοι παθητικοί τύποι[2]
- (λόγιο) παρατηρώ, ατενίζω, ελέγχω
- ※ Καὶ τώρα ἐν ἐκστάσει ἐγὼ σὲ κατοπτεύω, / Καὶ τὸ αἰώνιόν σου θαυμάζω καὶ ζηλεύω, / Ἐγὼ ὁ ζῶν ὀλίγα, ἠριθμημένα ἔτη, / Ὁ σήμερον ὑπάρχων, καὶ αὔριον οὐκέτι! (Ιωάννης Καρασούτσας, «Το Στερέωμα», από την ποιητική συλλογή Η Βάρβιτος, 1860)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατοπτεύω | κατόπτευα | θα κατοπτεύω | να κατοπτεύω | κατοπτεύοντας | |
β' ενικ. | κατοπτεύεις | κατόπτευες | θα κατοπτεύεις | να κατοπτεύεις | κατόπτευε | |
γ' ενικ. | κατοπτεύει | κατόπτευε | θα κατοπτεύει | να κατοπτεύει | ||
α' πληθ. | κατοπτεύουμε | κατοπτεύαμε | θα κατοπτεύουμε | να κατοπτεύουμε | ||
β' πληθ. | κατοπτεύετε | κατοπτεύατε | θα κατοπτεύετε | να κατοπτεύετε | κατοπτεύετε | |
γ' πληθ. | κατοπτεύουν(ε) | κατόπτευαν κατοπτεύαν(ε) |
θα κατοπτεύουν(ε) | να κατοπτεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατόπτευσα | θα κατοπτεύσω | να κατοπτεύσω | κατοπτεύσει | ||
β' ενικ. | κατόπτευσες | θα κατοπτεύσεις | να κατοπτεύσεις | κατόπτευσε | ||
γ' ενικ. | κατόπτευσε | θα κατοπτεύσει | να κατοπτεύσει | |||
α' πληθ. | κατοπτεύσαμε | θα κατοπτεύσουμε | να κατοπτεύσουμε | |||
β' πληθ. | κατοπτεύσατε | θα κατοπτεύσετε | να κατοπτεύσετε | κατοπτεύστε | ||
γ' πληθ. | κατόπτευσαν κατοπτεύσαν(ε) |
θα κατοπτεύσουν(ε) | να κατοπτεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατοπτεύσει | είχα κατοπτεύσει | θα έχω κατοπτεύσει | να έχω κατοπτεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατοπτεύσει | είχες κατοπτεύσει | θα έχεις κατοπτεύσει | να έχεις κατοπτεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατοπτεύσει | είχε κατοπτεύσει | θα έχει κατοπτεύσει | να έχει κατοπτεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατοπτεύσει | είχαμε κατοπτεύσει | θα έχουμε κατοπτεύσει | να έχουμε κατοπτεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατοπτεύσει | είχατε κατοπτεύσει | θα έχετε κατοπτεύσει | να έχετε κατοπτεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατοπτεύσει | είχαν κατοπτεύσει | θα έχουν κατοπτεύσει | να έχουν κατοπτεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Με παθητικούς τύπους - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Χωρίς παθητικούς τύπους τα λήμματα
- «κατοπτεύω» - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- κατοπτεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας