Ετυμολογία

επεξεργασία
κατοπτεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοπτεύω (εξετάζω, κατασκοπεύω) < κατά (κατ-) + ὀπτεύω < ὀπτός < ὁράω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.toˈpte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐το‐πτεύ‐ω

κατοπτεύω, αόρ.: κατόπτευσα, παθ.φωνή: κατοπτεύομαι, π.αόρ.: κατοπτεύθηκα, μτχ.π.π.: κατοπτευμένος[1] (σπάνιοι παθητικοί τύποι[2]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Με παθητικούς τύπους - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Χωρίς παθητικούς τύπους τα λήμματα
    1. «κατοπτεύω» - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 
    2. κατοπτεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας