κατοπτευτήριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατοπτευτήριος < ελληνιστική κοινή κατοπτευτήριος < αρχαία ελληνική κατοπτεύω
Επίθετο επεξεργασία
κατοπτευτήριος
- που έχει σχέση με την κατόπτευση, αναφέρεται σ’ αυτή ή είναι κατάλληλος γι’ αυτή
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κατοπτεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατοπτευτήριος
|