Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατόπτευσῐς αἱ κατοπτεύσεις
      γενική τῆς κατοπτεύσεως τῶν κατοπτεύσεων
      δοτική τῇ κατοπτεύσει ταῖς κατοπτεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατόπτευσῐν τὰς κατοπτεύσεις
     κλητική ! κατόπτευσῐ κατοπτεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατοπτεύσει
γεν-δοτ τοῖν  κατοπτευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατόπτευσις (ελληνιστική κοινή) < κατοπτεύ(ω) (εξετάζω, κατασκοπεύω) + -σις < κατ- + αρχαία ελληνική ὀπτεύω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατόπτευση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατόπτευσις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία