Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοστοιχειοθεσία οι φωτοστοιχειοθεσίες
      γενική της φωτοστοιχειοθεσίας των φωτοστοιχειοθεσιών
    αιτιατική τη φωτοστοιχειοθεσία τις φωτοστοιχειοθεσίες
     κλητική φωτοστοιχειοθεσία φωτοστοιχειοθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοστοιχειοθεσία < φωτο- + στοιχειοθεσία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοστοιχειοθεσία θηλυκό

  1. (εκτύπωση) διαδικασία με την οποία το φιλμ που προορίζεται για εκτύπωση όφσετ, παράγεται με τη φωτογράφιση μεμονωμένων στοιχείων από έτοιμες φωτογραφημένες γραμματοσειρές
  2. (συνεκδοχικά) το εργαστήριο που κάνει αυτήν την εργασία

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία