Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοιχειομετρία οι στοιχειομετρίες
      γενική της στοιχειομετρίας των στοιχειομετριών
    αιτιατική τη στοιχειομετρία τις στοιχειομετρίες
     κλητική στοιχειομετρία στοιχειομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοιχειομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική stœchiométrie < αρχαία ελληνική στοιχεῖον + -μετρία < μέτρ(ον) + -ία. (μαρτυρείται από το 1834).[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sti.çi.o.meˈtɾi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στοιχειομετρία θηλυκό

  • (χημεία) κλάδος της χημείας με αντικείμενο τις σχετικές ποσότητες των αντιδρώντων και προϊόντων στις χημικές αντιδράσεις
    • η μέτρηση των αντιδρώντων και των προϊόντων στοιχείων των χημικών αντιδράσεων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)