στοίχειωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στοίχειωμα < στοιχειώνω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστοίχειωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στοιχειώνω
- (λαογραφία) η αντίληψη ότι κάποιος σκοτωμένος έχει μετατραπεί σε στοιχειό και στοιχειώνει έναν τόπο
- (μεταφορικά) η διατήρηση μιας άσχημης κατάστασης, μιας νοσηρότητας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις στοιχειώνω, στοιχειό και στοιχείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία στοίχειωμα
|