Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοίχειωμα τα στοιχειώματα
      γενική του στοιχειώματος των στοιχειωμάτων
    αιτιατική το στοίχειωμα τα στοιχειώματα
     κλητική στοίχειωμα στοιχειώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοίχειωμα < λείπει η ετυμολογίατο να γίνεται σκοτωμένος στοιχειό ή η παρουσία στοιχειού σε έναν τόπο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στοίχειωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία