μεταστοιχειώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταστοιχειώνω < μετά +
Ρήμα
επεξεργασίαμεταστοιχειώνω
- (μεταφορικά & κυριολεκτικά) μετατρέπω ένα στοιχείο σε κάτι άλλο μεταβάλλοντας ριζικά τη σύνθεσή του
- οι αλχημιστές προσπάθησαν να μεταστοιχειώσουν μέταλλα σε χρυσό χωρίς αποτέλεσμα
- [...] το επίπεδο πολιτικής άσκησης στην Ευρώπη το 18ο αιώνα ήταν τόσο υψηλό που πολλές από τις ιδέες της και μεγάλο μέρος του μηχανισμού της συνεχίζουν να μεταστοιχειώνονται στο σημερινό πολύ διαφορετικό παγκόσμιο σύστημα [...] - Αδάμ Γουάτσον (2010) Η Εξέλιξη της Διεθνούς Κοινωνίας, Ποιότητα, σ. 376
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταστοιχειώνω