πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταστοιχείωση οι μεταστοιχειώσεις
      γενική της μεταστοιχείωσης* των μεταστοιχειώσεων
    αιτιατική τη μεταστοιχείωση τις μεταστοιχειώσεις
     κλητική μεταστοιχείωση μεταστοιχειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταστοιχειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταστοιχείωση <  δείτε τις λέξεις μετα-, στοιχείο και -ωση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταστοιχείωση θηλυκό

  • (φυσική) στην πυρηνική φυσική χαρακτηρίζεται η μετατροπή ενός χημικού στοιχείου σε κάποιο άλλο στοιχείο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία