Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοιχειοθήκη οι στοιχειοθήκες
      γενική της στοιχειοθήκης των στοιχειοθηκών
    αιτιατική τη στοιχειοθήκη τις στοιχειοθήκες
     κλητική στοιχειοθήκη στοιχειοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Στοιχειοθήκη με ταξινομημένα στοιχεία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοιχειοθήκη < στοιχείο + θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στοιχειοθήκη θηλυκό

  • είναι η θήκη όπου αποθηκεύονται τα τυπογραφικά στοιχεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία