Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοιχειοθέτρια οι στοιχειοθέτριες
      γενική της στοιχειοθέτριας των στοιχειοθετριών
    αιτιατική τη στοιχειοθέτρια τις στοιχειοθέτριες
     κλητική στοιχειοθέτρια στοιχειοθέτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοιχειοθέτρια < στοιχειοθέτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στοιχειοθέτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε στοιχειοθέτης