στοιχειοχυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στοιχειοχυτικός < στοιχειοχύτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
στοιχειοχυτικός
- που έχει σχέση με στοιχειοχυτήριο ή στοιχειοχύτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στοιχειοχυτικός
|