↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοιχειακός η στοιχειακή το στοιχειακό
      γενική του στοιχειακού της στοιχειακής του στοιχειακού
    αιτιατική τον στοιχειακό τη στοιχειακή το στοιχειακό
     κλητική στοιχειακέ στοιχειακή στοιχειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοιχειακοί οι στοιχειακές τα στοιχειακά
      γενική των στοιχειακών των στοιχειακών των στοιχειακών
    αιτιατική τους στοιχειακούς τις στοιχειακές τα στοιχειακά
     κλητική στοιχειακοί στοιχειακές στοιχειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στοιχειακός < μεσαιωνική ελληνική στοιχειακός[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική στοιχεῖον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική élémentaire[2] [3])

  Επίθετο

επεξεργασία

στοιχειακός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στοιχειακός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. 2,0 2,1 στοιχειακόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. 3,0 3,1 στοιχειακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας