στοιχειοθετικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στοιχειοθετικός < στοιχειοθέτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαστοιχειοθετικός
- που έχει σχέση με τη στοιχειοθεσία ή τον στοιχειοθέτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία στοιχειοθετικός
|