στοιχειωδώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στοιχειωδώς < ελληνιστική κοινή στοιχειωδῶς[1] < αρχαία ελληνική στοιχειώδης < στοιχεῖον < στοῖχος < πρωτοελληνική *stóikʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stóygʰ-os < *steygʰ- / *steigʰ-[2] (πηγαίνω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sti.çi.oˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στοι‐χει‐ω‐δώς
Επίρρημα επεξεργασία
στοιχειωδώς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις στοιχειώδης και στοιχείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
στοιχειωδώς
|
- ↑ στοιχειωδώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.