elemento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- elemento < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elemento | elementoj |
αιτιατική | elementon | elementojn |
elemento (eo)
- το στοιχείο
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
elemento | elementi |
elemento (it)
- το στοιχείο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο