αστοιχείωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστοιχείωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αστοιχείωτος, -η, -ο
- που αγνοεί τα βασικά σημεία τέχνης, επαγγέλματος, επιστήμης
- αγράμματος
- πολλοί ηλικιωμένοι είναι αστοιχείωτοι, αφού συχνά δεν πήγαιναν σχολείο όταν ήταν μικροί
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστοιχείωτος
|