Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστοιχείωτος η αστοιχείωτη το αστοιχείωτο
      γενική του αστοιχείωτου της αστοιχείωτης του αστοιχείωτου
    αιτιατική τον αστοιχείωτο την αστοιχείωτη το αστοιχείωτο
     κλητική αστοιχείωτε αστοιχείωτη αστοιχείωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστοιχείωτοι οι αστοιχείωτες τα αστοιχείωτα
      γενική των αστοιχείωτων των αστοιχείωτων των αστοιχείωτων
    αιτιατική τους αστοιχείωτους τις αστοιχείωτες τα αστοιχείωτα
     κλητική αστοιχείωτοι αστοιχείωτες αστοιχείωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστοιχείωτος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αστοιχείωτος, -η, -ο

  1. που αγνοεί τα βασικά σημεία τέχνης, επαγγέλματος, επιστήμης
  2. αγράμματος
    πολλοί ηλικιωμένοι είναι αστοιχείωτοι, αφού συχνά δεν πήγαιναν σχολείο όταν ήταν μικροί

  Μεταφράσεις επεξεργασία