Ετυμολογία

επεξεργασία
élément < λατινική elementum

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
élément éléments

élément (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία