Ετυμολογία en

επεξεργασία

/ˈkaʃeɪ/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

cachet (en)

  1. το κύρος



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cachet cachets

cachet (fr) αρσενικό

  1. η σφραγίδα
  2. το χάπι
     δείτε τις λέξεις capsule, comprimé, gélule και pilule
     συνώνυμα: (οικείο) cacheton
  3. το κασέ

Συγγενικά

επεξεργασία