Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
cachet
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία en
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Προφορά
2.2
Ουσιαστικό
2.2.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία en
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
/ˈkaʃeɪ/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
cachet
(en)
το
κύρος
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
cachet
cachets
cachet
(fr)
αρσενικό
η
σφραγίδα
το
χάπι
→
δείτε
τις
λέξεις
capsule
,
comprimé
,
gélule
και
pilule
≈
συνώνυμα
:
(
οικείο
)
cacheton
το
κασέ
Συγγενικά
επεξεργασία
cachetage
cacheter