σπουδαιολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπουδαιολόγος < ελληνιστική κοινή σπουδαιολόγος[1] < αρχαία ελληνική σπουδαιολογέω < σπουδαῖος + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπουδαιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που σπουδαιολογεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπουδαιολόγος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σπουδαιολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- σπουδαιολόγος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)