σπουδαιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπουδαιολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπουδαιολογία[1] < σπουδαιολόγος < αρχαία ελληνική σπουδαῖος + λέγω (Μορφολογικά αναλύεται σε σπουδαί(ο) + -ο- + -λογία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπουδαιολογία θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σπουδαιολογώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπουδαιολογία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σπουδαιολογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- σπουδαιολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπουδαιολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σπουδαιολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)