↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπουδαιολογία οι σπουδαιολογίες
      γενική της σπουδαιολογίας των σπουδαιολογιών
    αιτιατική τη σπουδαιολογία τις σπουδαιολογίες
     κλητική σπουδαιολογία σπουδαιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδαιολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπουδαιολογία[1] < σπουδαιολόγος < αρχαία ελληνική σπουδαῖος + λέγω (Μορφολογικά αναλύεται σε σπουδαί(ο) + -ο- + -λογία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπουδαιολογία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σπουδαιολογία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.