σπουδαία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπουδαία < σπουδαί(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
σπουδαία
- με σπουδαίο τρόπο, με σπουδαιότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπουδαία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σπουδαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σπουδαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σπουδαίος